Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1949 (20/8/49) από γονείς Κοζανίτες. Έζησε στην Κοζάνη μέχρι τα δεκαοχτώ του. Από μικρός έδειξε τον ανήσυχο χαρακτήρα του. Είχε μεγάλη αντίληψη. περιέργεια και ήταν πολύ φιλομαθής. Σαν μαθητής, του άρεσε να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία και στο σχολείο ήταν από τους πρώτους μαθητές. Μελέτη ελάχιστη (κυρίως στο γυμνάσιο). “Από μικρός ήταν ζωηρός, αμφισβητούσε, έψαχνε τη ζωή”, θυμάται ο αδερφός του Δημήτρης Ασιμόπουλος.
Στο Δημοτικό κρατούσε τη σημαία. Στο γυμνάσιο δεν τα ήθελε καθόλου αυτά και καθησύχαζε τους γονείς του καθώς τον έβλεπαν να μην διαβάζει”. Εγώ τα ξέρω, δεν παν να χτυπιούνται, εγώ θα γράψω στα γραπτά”. Είχε πολύ μεγάλη σιγουριά για τον εαυτό του. Οι καθηγητές του ήταν διχασμένοι. Και τον συμπαθούσαν αλλά και δεν τον ανέχονταν, γιατί τους έμπαινε στα ρουθούνια (τους κριτικάριζε με τον τρόπο του.)
Έφηβος ασχολήθηκε με το σχολικό θέατρο (όπου θέατρο ο Νικόλας μέσα), με τον αθλητισμό, με το ποδόσφαιρο (τον είχαν ζητήσει στο σύλλογο της Κοζάνης αλλά δεν πήγε). Έγραφε στίχους. Δημιουργούσε ποιήματα με αφορμές διάφορες (σχολείο, κοινωνική ζωή, πόλη, έρωτας). Οι καθηγητές του γνωμάτευσαν ότι είχε πρόωρη ωριμότητα. Πολλές εκδηλώσεις του σχολείου του και εκτός γίνονταν με πρωτοβουλίες του.
Τα σχολικά βιβλία του τα διάβαζε ολόκληρα και δεν τα ξαναδιάβαζε (ή έριχνε καμιά ματιά). Τελειώνει το Λύκειο τότε Πρακτικό-Κλασσικό (θετικά μαθήματα- θεωρητικά μαθήματα). Ο Νικόλας τελείωσε Πρακτικό, μα επέλεξε θεωρητικές επιστήμες. Φροντιστήριο δεν πάτησε. Μαθαίνει (για τις τελικές εξετάσεις) τελευταία στιγμή τα Λατινικά, (τότε) μόνος του και μπαίνει στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, τμήμα Νεοεληνικό (1967). Ήθελε να πάει για δημοσιογραφία. Τελειόφοιτος ή απόφοιτος Λυκείου στελνει κάποιο γραπτό σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο “Άσιμος”. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ασιμόπουλος. Όμως σιγά-σιγά σαν φοιτητής καθιερώνει το “Άσιμος” σαν επίσημο, η ταυτότητα του μένει κάποια στιγμή στην Ασφάλεια, δεν την αναζητεί. ώσπου γύρω στο ‘86 εκδίδει ταυτότητα σαν “Νικόλας Άσιμος”.
Από το ξεκίνημα του σαν φοιτητής θέλησε να ξαναδημιουργήσει το Φοιτητικό θέατρο με δική του αίθουσα (θέατρο) στο πανεπιστήμιο (υπόγειο Φιλοσοφικής σχολής). Ανέβασαν 4-5 έργα: Αριστοφάνη, Μένανδρο, (το 1971, ο “Φοιτητικός Θίασος” ανέβασε τους “Επιτρέποντες” του Μενάνδρου), Μολιέρο στο στρατιωτικό θέατρο (τότε). Με το ξεκίνημα της φοιτητικής του “καριέρας” αγοράζει την πρώτη του κιθάρα. Έπαιζε στις ταβέρνες με τις παρέες του. Την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Ήταν αυτοδίδακτος. Στη Θεσσαλονίκη δημιούργησε τρεις μπουάτ. Παράλληλα αρχίζουν οι πρώτες του εμφανίσεις στο αναψυκτήριο του Λευκού Πύργου και μετά στο “Apple”. Ερχόταν αντιμέτωπος με τις “αρχές”, τη Χούντα, γιατί δεν δέχονταν καμμιά λογοκρισία στα τραγούδια του και στα λεγόμενά του. Κυνηγήθηκε και χτυπήθηκε άγρια στα κρατητήρια της ασφάλειας.
Το ‘73 πήρε την πραμάτεια του και κατέβηκε στην Αθήνα για ανεύρεση καλύτερης “τύχης”. Εκεί κατά πρώτον ασχολήθηκε με το θέατρο (στη Θεσσαλονίκη τελείωσε μια ιδιωτική σχολή Δραματικής Τέχνης). Συμμετείχε στο έργο “Τσιρκολάνοι” του Γιώργη Χριστοφιλάκη που ανέβηκε στο Θέατρο “Στοά”. Μετά απ’ αυτό αρχίζει την καλλιτεχνική του “καριέρα” στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με επώνυμους και ανώνυμους τραγουδιστές: Λήδα, Σπύρος, Ζωγράφος, Τζαβέλλας, Ζουγανέλλης, Μπουλάς, Αδριανός, Τόλης κ.α. Εμφανίζεται στην Πλάκα. σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς, συνθέτες, παρουσιάζοντας έναπρόγραμμα με μουσική, κείμενα, σκετς και ντοκουμέντα κόντρα στο κατεστημένο: “5η εποχή”, “11η εντολή”, “Χνάρι”, “Μουσικό Θέατρο Φτώχειας”, “Σούσουρο”. Το πρώτο αυθεντικό μουσικό καφενείο, συνεργατικός θίασος μουσικών. Πολλά και γνωστά ονόματα ανάμεσα στους τότε συνεργάτες του : Γκαιφύλιας (το 1973), Τραντάλης, Πανυπέρης, Φινίκης, Μουζακίτης, Σπυρόπουλος κ.α. Η συνεργασία όμως χάλαγε στο ξεκίνημά της, λόγω του ασυμβίβαστου χαρακτήρα του. Ίδρυσε μόνος του πολλές μπουάτ (Πλάκα, Εξάρχεια και αλλού). Με το σχήμα “Για ένα πολιτικό καφενείο” δίνει παραστάσεις στον πεζόδρομο της Μνησικλέους για “να συμβάλουμε έμπρακτα κι εμείς οι καλλιτέχνες στην ανατροπή των καταπιεστών του λαού μας”. Δημιούργησε την “Exarchia Square Band” και συμμετείχε σε συναυλίες, εκδηλώσεις κοινωνικοπολιτικές, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου (στη Βουκουρεστίου), διάφορα δρώμενα. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες. Τα τελευταία χρόνια ήταν αρκετά κοντά με την Κατερίνα Γώγου.
Έγραφε πολλά τραγούδια που τα ηχογραφούσε σε κασέτες μόνος του (σε στούντιο φίλων του): η πρώτη του ήταν η “παράνομη κασέτα Νο 000001 - με το βαρέλι που για να βγει το σπάει” (συνολικά κυκλοφόρησε 8 διαφορετικές κασέτες). Τις κυκλοφορούσε(τις διακινούσε) ο ίδιος στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβητό, στις διάφορες συναυλίες (έξω από το χώρο τέλεσής τους). Γύρω στο ‘83 ανοίγει ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην Καλλιδρομίου στο ύψος της Ζωοδόχου Πηγής (στον ίδιο χώρο σήμερα υπάρχει κάποιο cafe). Το ονομάζει “Χώρο προετοιμασίας”. Ήταν μαγαζί και σπίτι. Ήταν το πιθάρι του σύγχρονου Διογένη. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνιδάκια για τα παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα. Γύριζε με ένα ποδήλατο στο οποίο είχε δέσει ένα καφάσι για την μεταφορά της “δουλειάς” του και των ειδών του μαγαζιού του.
Από την “παράνομη” σχέση του με τη Λίλιαν Χαριτάκη γεννιέται το 1976 η κόρη του. Ήταν αντίθετος με τους θεσμούς της σημερινής κοινωνίας (γάμος, παιδεία, θητεία στο στρατό, εμπορικά κυκλώματα κ.λ.π.)
Το 1974 εκδίδει με τη ΛΥΡΑ - ZODIAC τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός).
Το 1983 κυκλοφορεί δίσκο 33 στροφών με την ΜΙΝΟΣ(“ΞΑΝΑΠΕΣ ΤΟ”).
Το 1980-81 γράφει ένα βιβλίο με τον τίτλο “ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΡΟΚΑΝΘΡΩΠΟΥΣ” και το κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα (έκδοση “ανέκδοτο” απλή, πρόχειρη).
· Στρατιωτικό : 1978-79 Αρχίζει η διαδικασία για την επίτευξη του στόχου του “να μην υπηρετήσει”. Παίρνει οριστικά απολυτήριο- δεν ξέρω πότε- λόγω “ψυχο... συνδρόμου”. Απολυτήριο σχιζοειδούς ψυχώσεως: “Ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου” ή κατά το Νικόλα: “Σχιζοφρενοβλαβίωση”.
· 24/10/1977 Φυλακίζεται μαζί με 5 άλλους εκδότες-συγγραφείς. Αιτία: “εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν” Σκοπιμότητα: εκλογές Νοέμβρη 1977
· 24/12/1977 Η αποφυλάκισή του.
Μια φορά νοσηλεύτηκε στο “ΔΑΦΝΙ” για ένα διάστημα λίγων ημερών, όπου οδηγήθηκε βίαια (ως συνήθως) ώσπου το 1987 οδηγήθηκε στις φυλακές του Κορυδαλλού με την κατηγορία του βιασμού γυναίκας (παλιάς φιλενάδας του). Από τότε αρχίζει ο ψυχολογικός κατήφορος του Άσιμου. Βγαίνει από τη φυλακή με χρηματική εγγύηση. Δε θα μπορέσει όμως να “χωνέψει” την κατηγορία αυτή. Η εκκρεμούσα δίκη μαζί με τα άλλα προβλήματα που ήταν πολλά, συσσωρεύτηκαν μέσα του, ξεπέρασε κάπου τον εαυτό του.
Έτσι στις 17 Μάρτη 1988 βρέθηκε κρεμασμένος σπίτι του. Ήταν η τελευταία του “Βόλτα”. Προηγουμένως είχε επανειλημμένα τηλεφωνήσει απεγνωσμένα σε φίλους...
Από τον ίδιο:
"Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το "Άσιμος" με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το "Άσιμος" με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε "ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής", η λέξη "άσημος" παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη "τραγουδιστής" και γράφεται με ήτα. Ενώ το "Άσιμος" είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου."
"Κινηματόγραφε του ρόγχου του βωβού, σου κλείνω από τώρα ένα ραντεβού,
σου ψιθυρίζω μα σε αποχαιρετώ - καλή αντάμωση μες στον ωκεανό.
Εμπρός εδώ και τώρα - τραγούδησέ με, χώρα.
Κατάληψη σου κάνω, με είδες, με ξέρεις - δεν είμαι κουραμπιές.
Αν θέλεις με πριμάρεις, αν θέλεις με μπασάρεις,
αν θες μ' ακομπανιάρεις - διαλέγεις και παίρνεις,
αν θες με παρατάς."
"Μάθε,αν δεν το ξέρεις, πως κι εσύ, αν το θέλεις,
κι εσύ τα καταφέρνεις,κι εσύ το μπορείς
να διαθλάσεις τον κόσμο."
"Στην πιο σκληρή σου φάμπρικα με πέταξες ζωή, εγώ που σ' ερωτεύτηκα απ' όλους πιο πολύ".
"Εγώ δεν έχω πανώ. Εγώ δεν έχω πομπό. Εγώ είμαι πανώ. Εγώ είμαι πομπός. Πομπός που δεν πιάνεται εύκολα. Πανώ που δε διακρίνεται εύκολα. Είμαι μάζα και είμαι ένας, είμαι ένας και είμαι μάζα. Σεις ίσως νιώσετε. 'Γώ δε θα νιώσω λεύτερος ποτέ. Λευτεριά είναι κι αυτή βόλεμα. Προς βόλεμα δε στέργω."
"Παλαβό μου τερατάκι, να ξανάρθεις στον κοσμάκι, γιατί οι άνθρωποι μπλακώσαν και τα πάντα εμφιαλώσαν. Η ζωή μας σε μπουκάλα, να την πιεις με καλαμάκι, δεν υπάρχει ένα παιδάκι να γελά στον τοκετό."
"Ώριμα; Μα πότε θα 'ναι ώριμα; Πότε υπήρξαν ώριμα; Κάντο λοιπόν, άδραξε τη στιγμή και κάντο τώρα για πάντα και ποτέ. Αύριο; Μα δεν υπάρχει αύριο! Θα 'χεις πεθάνει αύριο! Αύριο η φλόγα σβήνει!..."
"Μα δε μπορώ,το ποτάμι ξεχειλίζει,είναι πολλά αυτά που καίνε, πολλά αυτά που λείπουν. Θέλω περισσότερο αέρα. Περισσότερο χώρο. Αποσυντίθεμαι. Έχω και εγώ ανάγκες, δε μπορώ άλλο.Ο χώρος που ζητώ δεν έχει σχέση με το οικόπεδο. Δεν το θέλω το οικόπεδο. Δεν το θέλω το ψυγείο, το αυτοκίνητο, τη γκόμενα, τον πράκτορά σας, τη εταιρεία σας. Να ζήσω θέλω. Να ζήσω και να ζήσουμε μαζί λεύτεροι κι ανθρώπινοι."
"Τα ζώα μπορεί να φωνάζουνε και να πλακώνονται στις μπουνιές. Ποτέ όμως δε χρησιμοποιούν τη σπιουνιά,τους μπάτσους ή άλλα συγγενή ζώα για να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, πράγμα που συνηθίζεται στην κοινωνία των ανθρώπων που δεν είναι δυστυχώς ζώα. Η κοινωνία των ανθρώπων είναι σιχαμερή. Η κοινωνία των γυναικών το ίδιο. Ζήτω η κοινωνία των παιδιών και των ζώων. Όχι όλων. Αυτών που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα ανθρώπινες συνήθειες."
"Θέλεις να πατάς σταθερά. Σ' αρέσουν οι ρηχές θάλασσες. Σ' αρέσει να γυρνάς τον κόσμο, αλλά πάντα στα ρηχά. Εμένα μ' αρέσουν οι βαθιές θάλασσες. Κι ας μην γυρνώ τον κόσμο. Κι ας με νομίζεις κολλημένο στο ίδιο αυτό σημείο. Δεν υπάρχει σύμπαν. Υπάρχουν μόνο στιγμές. Συμπαντικές στιγμές. Αν φτάσεις στην ακινησία μπορείς παντού να ταξιδέψεις. Εγώ δε χρειάζομαι τον κόσμο, κακώς έχεις νομίσει. Για μένα δεν υπάρχει κόσμος. Χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμους."
"Ρώτησε κάποιος κάποτε."Παλάβωσες Νικόλα; Γυρίζεις γύρω-γύρω το άγαλμα της πλατείας, κι επιταχύνεις το ρυθμό, κι έχουν περάσει ώρες;".Εγώ απάντησα τότε αυτό: "Όλοι, ο καθένας, η καθεμιά, κάνετε κύκλους, παρόλο που πάτε ευθεία. Γυρίζετε σα σβούρες και δεν παίρνετε χαμπάρι. Προκειμένου να κάνω κύκλους, εγώ μπαίνω μέσα στον κύκλο και τον αντιμετωπίζω. Παρόλο που βρίσκομαι ακόμα στην περιφέρεια. Θα φτάσω και στο κέντρο.""
"Τον πόλεμο μισώ κι απ' τη ζωή αποζητώ να μη μου μείνει μόνο το παράπονο. Κι ας ήταν μια φορά, να μ' είχες πάρει αγκαλιά, το ξέρω σου ζητώ πάρα πολλά."
"Πως αναρχία δε σημαίνει αταξία, αυτά είναι λόγια περιττά, που καλουπώνουν μια μοντέρνα ελευθερία, αλλά κι αυτή με όρια."
"Πάντως, παρόλο που δεν αισθάνομαι ιδιοκτήτης των τραγουδιών μου, όσον αφορά τις εταιρείες και τους λοιπούς ραδιόφωνο-τηλεοπτικούς, τους απαγορεύω την εκμετάλλευση των τραγουδιών μου, αν τύχει κι επιτρέπονται και γίνουνε ποτέ της μόδας. Κι όταν το λέω, το εννοώ ακόμα και πεθαμένος. Εκτός αν εγώ αλλάξω γνώμη..."
Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009
Διογένης και Κυνικοί

Αν στους Στωικούς συναντούμε την αναρχική θεωρία, στους Κυνικούς θα βρούμε την αναρχική πράξη με την πανηγυρική και προληπτική διάλυση κάθε αξίας και θεσμού της οργανωμένης κοινωνίας. Ο περίφημος Διογένης ο Σινωπεύς (412-323 π.Χ.), ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κινήματος των Κυνικών, δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ιδρυτής των Κυνικών, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος.
Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς». Είναι γνωστό πως ο Διογένης ζούσε σε ένα πιθάρι και ανάμεσα στα λιγοστά πράγματά του είχε και ένα ποτήρι. Κάποτε, όμως, που πήγε σε μια πηγή για να ξεδιψάσει, είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια του. Κατάλαβε τότε πως το ποτήρι ήταν κάτι περιττό, μια ψεύτικη ανάγκη, και το πέταξε μακριά.
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Θυμόμαστε εδώ την παρρησία με την οποία απάντησε σαν ίσος προς ίσο ο Διογένης στον Μέγα Αλέξανδρο, όταν τον ρώτησε τι επιθυμεί να κάνει γι’ αυτόν: «Να πας πιο πέρα, γιατί μου κρύβεις τον ήλιο». Το χρήμα είναι κι αυτό άχρηστο και επιζήμιο και απερίφραστα ο Διογένης πρόσταζε: «Καταστρέψτε το νόμισμα». Κι έχει σημασία να θυμηθούμε εδώ πως οι λέξεις «νόμισμα» και «νόμος» έχουν στην ελληνική την ίδια ρίζα. Και τον πόλεμο τον καυτηρίασε ο Διογένης με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω! Η ισχύουσα ηθική δεν θα ξέφευγε βεβαίως από το στόχαστρο του καυστικού φιλόσοφου και ήταν τέτοια η περιφρόνηση για τους κοινωνικούς κανόνες και η αναισχυντία του που δεν δίσταζε να συνευρίσκεται με κοινές γυναίκες στη μέση του δρόμου.
Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή τού επίσης Κυνικού Μητροκλή.
Ο Κυνισμός μας εκπλήσσει όχι μόνο με τις ανατρεπτικές αρχές του, αλλά και με τη μακροβιότητά του. Το 362 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουλιανός γράφει σε κάποιον σύγχρονό του Κυνικό, τον Ηράκλειο, αναφερόμενος στον επίσης Κυνικό Οινόμαο, που έζησε τα ρωμαϊκά χρόνια: «Αυτός λοιπόν είναι ο στόχος του, να υπονομεύσει κάθε σεβασμό προς τους θεούς, να γελοιοποιήσει όλη την ανθρώπινη σοφία, να ποδοπατήσει όλους τους νόμους για την τιμή και τη δικαιοσύνη και επιπλέον, να ποδοπατήσει εκείνους τους νόμους οι οποίοι χαράχτηκαν από τους θεούς στις ψυχές μας... Οι ληστές βρίσκουν καταφύγιο σε έρημες περιοχές, ενώ αντίθετα οι Κυνικοί πηγαινοέρχονται ανάμεσά μας, υπονομεύοντας τους κοινωνικούς θεσμούς».
Επίκτητος
Στα μεταχριστιανικά χρόνια ο Επίκτητος, απελεύθερος δούλος, χάρισε στον Στωικισμό την τελευταία του αναλαμπή. Μαζί του και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, που όμως πρόδωσε τις αρχές του με τον καθόλου στωικό διωγμό που εξαπέλυσε κατά των χριστιανών (2ος αι.). Ο Επίκτητος ταύτισε τη φυσική ζωή με την αρετή, διακηρύσσοντας ότι «το κατα φύσιν ζην, τουτ’ oστι κατ\ αρετήν ζην». Πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος πράττει πάντα κατά τη δική του θέληση και τον οποίο κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει. Η ικανοποίηση των επιθυμιών μας δεν πρέπει ούτε να εναποτίθεται στα χέρια κανενός ούτε να μας υποτάσσει σε πράγματα και ανθρώπους.
Ζήνων ο Κιτιεύς
Τη φύση ως πρότυπο ζωής προέβαλε και ο Ζήνων ο Κιτιεύς (από το Κίτιο της Κύπρου, 335-263 π.Χ.), ιδρυτής τους Στωικισμού. Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν «ομολογουμένως τη φύσει», δηλαδή ανάλογα προς τη φύση, η οποία είναι και ο γενικός νόμος του κόσμου. Ο Θεός, που είναι η ψυχή του κόσμου αυτού και ταυτίζεται με τον ορθό λόγο, μεριμνά με την απόλυτη σοφία του για την τάξη και τον ρυθμό του Σύμπαντος. Συγκεκριμένα ο Ζήνων έλεγε: «Ως σκοπός ορίζεται η ζωή σε συμφωνία με τη φύση, ή, μ’ άλλα λόγια, σε συμφωνία με την ίδια μας την ανθρώπινη φύση, όπως επίσης και μ’ εκείνη του Σύμπαντος, μια ζωή στην οποία αποφεύγουμε κάθε πράξη που απαγορεύεται από τον κοινό για όλα τα όντα νόμο, δηλαδή τον ορθό λόγο, που διαποτίζει όλα τα όντα και ταυτίζεται με τον Δία, αφέντη και κυρίαρχο των πάντων».
Ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευδαιμονία, όταν η ζωή του εναρμονίζεται με τη φύση και τον θείο λόγο και όταν θέτει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την αρετή. Τα εξωτερικά αγαθά, όπως η υγεία και ο πλούτος, ελάχιστη σημασία έχουν και είναι μάλλον άξια περιφρόνησης. Αναφέρεται μάλιστα και κάποιο περιστατικό από τη ζωή του Ζήνωνα: Όταν το καράβι με το οποίο ταξίδευε ναυάγησε και έχασε όλη την περιουσία του, ο Κύπριος φιλόσοφος είπε την περίφημη ρήση: «Τώρα που ναυάγησα, έχω καλό ταξίδι». Την επιζήμια επίδραση του πλούτου και το άδικο της ατομικής ιδιοκτησίας στιγμάτιζε επίσης, όταν έλεγε πως «η πολυτέλεια κάνει φτωχό τον πλούσιο και διπλασιάζει τη δυστυχία των φτωχών» και πως «οι καρποί ανήκουν σε όλους, η γη σε κανέναν».
Ακόμη πιο κοντά στα ιδεώδη του αναρχισμού μας φέρνει η «Πολιτεία» του Ζήνωνα, έργο από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί. Στον κόσμο που φαντάζεται ο Ζήνων δεν υπάρχουν δικαστήρια, όργανα τάξης, στρατός, ναοί, χρήματα, ούτε καν σχολεία και γάμοι. Οι άνθρωποι ζουν όλοι μαζί, σαν αγέλη, σε μία οικουμενική κοινότητα που λειτουργεί με τα ίδια ήθη και τους ίδιους φυσικούς νόμους. Σε αυτήν την «ακρατική» κοινωνία, που διέπεται από πλήρη ελευθερία και ισότητα, δεν υπάρχει περιουσία ούτε οικογένεια. Το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με αυτές τις συνθήκες ειρηνικά εξηγείται απλά και αυτονόητα: εκτός από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και το κοινωνικό ένστικτο, που τον οδηγεί στη σύνδεση και στη συνεργασία με τους συνανθρώπους του με σκοπό το κοινό καλό. Αν, λοιπόν, οι άνθρωποι ακολουθούν τα έμφυτα ένστικτά τους αλλά και τη λογική, η οποία μπορεί να καθορίσει την ηθικότητα, θα ζουν αρμονικά, και ο πειθαναγκαστικός ρόλος των νόμων και των θεσμών θα είναι πια άχρηστος.
Ο Κροπότκιν, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του αναρχισμού, απέδωσε στον Ζήνωνα τον τίτλο του «καλύτερου εκφραστή της αναρχικής φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα». Οι ιδέες του επιβίωσαν και στους πνευματικούς απογόνους του για αιώνες. Οι Στωικοί, που συνέχισαν την παράδοση της Σχολής που ίδρυσε ο Ζήνων, εμμένουν στη βασική αρχή ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει έλλογα και σύμφωνα με τη φύση, ενώ καταδικάζουν κάθε αυθαιρεσία του ατόμου. Θεωρούν την αρετή το ύψιστο αγαθό και τη σοφία απαραίτητο όρο για το λειτούργημα του πολιτικού, του ρήτορα, του παιδαγωγού. Εξακολουθούν βέβαια να πιστεύουν ότι όλα τα κράτη είναι κακά, επειδή ο πολιτικός, λόγω της ίδιας της φύσης του κράτους, κάποιες φορές θα πρέπει να δυσαρεστήσει ή τους θεούς ή τον λαό.
Ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευδαιμονία, όταν η ζωή του εναρμονίζεται με τη φύση και τον θείο λόγο και όταν θέτει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την αρετή. Τα εξωτερικά αγαθά, όπως η υγεία και ο πλούτος, ελάχιστη σημασία έχουν και είναι μάλλον άξια περιφρόνησης. Αναφέρεται μάλιστα και κάποιο περιστατικό από τη ζωή του Ζήνωνα: Όταν το καράβι με το οποίο ταξίδευε ναυάγησε και έχασε όλη την περιουσία του, ο Κύπριος φιλόσοφος είπε την περίφημη ρήση: «Τώρα που ναυάγησα, έχω καλό ταξίδι». Την επιζήμια επίδραση του πλούτου και το άδικο της ατομικής ιδιοκτησίας στιγμάτιζε επίσης, όταν έλεγε πως «η πολυτέλεια κάνει φτωχό τον πλούσιο και διπλασιάζει τη δυστυχία των φτωχών» και πως «οι καρποί ανήκουν σε όλους, η γη σε κανέναν».
Ακόμη πιο κοντά στα ιδεώδη του αναρχισμού μας φέρνει η «Πολιτεία» του Ζήνωνα, έργο από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί. Στον κόσμο που φαντάζεται ο Ζήνων δεν υπάρχουν δικαστήρια, όργανα τάξης, στρατός, ναοί, χρήματα, ούτε καν σχολεία και γάμοι. Οι άνθρωποι ζουν όλοι μαζί, σαν αγέλη, σε μία οικουμενική κοινότητα που λειτουργεί με τα ίδια ήθη και τους ίδιους φυσικούς νόμους. Σε αυτήν την «ακρατική» κοινωνία, που διέπεται από πλήρη ελευθερία και ισότητα, δεν υπάρχει περιουσία ούτε οικογένεια. Το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με αυτές τις συνθήκες ειρηνικά εξηγείται απλά και αυτονόητα: εκτός από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και το κοινωνικό ένστικτο, που τον οδηγεί στη σύνδεση και στη συνεργασία με τους συνανθρώπους του με σκοπό το κοινό καλό. Αν, λοιπόν, οι άνθρωποι ακολουθούν τα έμφυτα ένστικτά τους αλλά και τη λογική, η οποία μπορεί να καθορίσει την ηθικότητα, θα ζουν αρμονικά, και ο πειθαναγκαστικός ρόλος των νόμων και των θεσμών θα είναι πια άχρηστος.
Ο Κροπότκιν, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του αναρχισμού, απέδωσε στον Ζήνωνα τον τίτλο του «καλύτερου εκφραστή της αναρχικής φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα». Οι ιδέες του επιβίωσαν και στους πνευματικούς απογόνους του για αιώνες. Οι Στωικοί, που συνέχισαν την παράδοση της Σχολής που ίδρυσε ο Ζήνων, εμμένουν στη βασική αρχή ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει έλλογα και σύμφωνα με τη φύση, ενώ καταδικάζουν κάθε αυθαιρεσία του ατόμου. Θεωρούν την αρετή το ύψιστο αγαθό και τη σοφία απαραίτητο όρο για το λειτούργημα του πολιτικού, του ρήτορα, του παιδαγωγού. Εξακολουθούν βέβαια να πιστεύουν ότι όλα τα κράτη είναι κακά, επειδή ο πολιτικός, λόγω της ίδιας της φύσης του κράτους, κάποιες φορές θα πρέπει να δυσαρεστήσει ή τους θεούς ή τον λαό.
Αντιφών ο Αθηναίος

Ο πρώτος που αμφισβήτησε τους θεσμούς της πολιτείας ήταν ο Αντιφών ο Αθηναίος. Στην καρδιά της κλασικής εποχής (μέσα 5ου αι. π.Χ.) ο σοφιστής αυτός διατύπωσε δύο αδιανόητες για τότε απόψεις: α) όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους όμοιοι, β) οι νόμοι της πολιτείας είναι αυθαίρετοι κανονισμοί. Για τον Αντιφώντα οι νόμοι της πολιτείας είναι αμοιβαίες συμφωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους και επίκτητοι. Απέναντί τους στέκονται, σαφώς ανώτεροι, οι νόμοι της φύσης, που υπαγορεύονται από την ανάγκη. Η φύση, περισσότερο από τον νόμο, βρίσκεται κοντά στην αλήθεια και σ’ αυτήν οδηγεί τον άνθρωπο με αρωγό τον ορθό λόγο. Ως εδώ, οι ιδέες του Αντιφώντα δεν ακούγονται και τόσο ακραίες. Προχωρώντας όμως ακόμη πιο πέρα, ο Αντιφών ταυτίζει τον νόμο με τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον οποίο επίσης απορρίπτει. Διότι ο πολιτισμός αντιτίθεται στην ισότητα που υπαγορεύει η φύση και παραβιάζει τη φυσική δικαιοσύνη, αφού χαρακτηρίζεται από εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις. Από αυτή την άποψη, οι πρωτόγονες φυλές, κατά τον Αντιφώντα, βρίσκονται πιο κοντά στην ευτυχία απ’ ό,τι οι πολιτισμένοι λαοί.
Μόνο η φύση και ο πρωτογονισμός, βέβαια, δεν αρκούν, για να εξασφαλίσουν στους ανθρώπους έναν τρόπο ζωής ομαλό και εποικοδομητικό. Προϋποθέσεις απαραίτητες που ορίζει ο Αντιφών είναι η ομόνοια ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, δηλαδή η σύμπνοια αντιλήψεων, και η παιδεία. Σχετικά με τη σημασία της τελευταίας στην εξέλιξη του ανθρώπου, ο Αντιφών χρησιμοποιεί ως σημείο αναφοράς ―τι άλλο;― τη φύση: όπως και η ποιότητα του σπόρου που φυτεύεται καθορίζει την ανάπτυξη του φυτού και το θωρακίζει απέναντι στη βροχή ή στην αμβροσία, όμοια και το είδος της παιδείας επιδρά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και δημιουργεί στον άνθρωπο ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις απέναντι σε εξωτερικούς αλλοτριωτικούς παράγοντες.
Κυριακή 29 Μαρτίου 2009
Φώτης ή Φώτoς Γιαγκούλας

Φώτης ή Φώτoς Γιαγκούλας.
Γιατί αγαπήθηκε ο Γιαγκούλας (και ο κάθε Γιαγκούλας;)
Ας δούμε από επιστολή του προς αξιωματικό του στρατού που βασάνιζε χωρικούς για να τον καταδώσουν:
« Τι πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους, αφού βρε γαλονάδες, γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένεια σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσομε. Τι φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Λοιπόν, τώρα δεν ήθελα να σε σκοτώσω ούτε εσένα ούτε και τους άλλους κωρωνάδες. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσης τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τα άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Και αυτή την στιγμή σε καλούμεν να έλθης να πολεμήσωμε εδώ πάνω στον Προφήτην Ηλίαν…»
Ο Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στο Μεταξά Σερβίων γύρω στο 1900. Σαν παιδί, μεγάλωσε κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Αυτό ίσως να τον οδήγησε εκείνα τα χρόνια, της ανέχειας σε κάποια αυγοκλοπή, από όπου και του έμεινε στους πολέμιούς του και το παρατσούκλι "κλεφτοκοτάς". Μεγαλώνοντας όμως διακρίθηκε για την λεβεντία του σε τέτοιο βαθμό που έγινε σύντομα γνωστός, στην γύρω περιοχή. Επί τουρκοκρατίας δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, λόγω της περιοχής καταγωγής. Στά Χάσια από όπου προέρχεται "τούρκος κι αν μπήκε, δεν βγήκε", όπως περήφανα λένε μέχρι και σήμερα στην περιοχή. Διάλεξαν οι κάτοικοι την περιοχή αυτή επειδή ήτανε φτωχή, και άγρια, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η συντήρηση οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή, αλλά και όπου προσπάθησαν να εμφανιστούν, ή σφαγιάστηκαν, ή έφυγαν πανικόβλητοι. Κοντά σε αυτό το ελεύθερο σκηνικό, έρχεται να προστεθεί και η Ληστεία, η οποία τότε αποτελούσε την κυριώτερη μορφή αντίδρασης στους κατακτητές. Μετά την σταδιακή απελευθέρωση περιοχών, πολλοί ήτανε εκείνοι που δεν κατάλαβαν το νόημα αυτής της νέας διακυβέρνησης, αφού η φυσική τους παιδεία του όριζε να ζουν χωρίς φόρους, και ότι άλλο σου επιβάλλει μία έννομη κοινωνία.
Ο θρύλος λέει πως μία εξαδέρφη του, πολύ όμορφη, με την απελευθέρωση και μετά την εγκατάσταση των πρώτων φρουρών, στην περιοχή, έγινε στόχος κάποιου χωροφύλακα. Παρά την αποτροπή του ανωτέρου του, ότι είναι δηλαδή ξαδέλφη του Φώτου, και να έχει το νου του, αυτός δεν αρκέστηκε στα απλά πειράγματα, αλλά αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι ακόμα πιο απαγορευμένο και φρικτό.
Αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτήν την βλακεία, παρά πήρε φουσκωμένη φόρα, και διαλάλησε στο χωριό, το κατόρθωμα. Η κοπέλα, πνιγμένη στην ντροπή φυσικά και δεν θα μιλούσε, αλλά μίλησε αυτός. Έχοντας υπ΄όψιν ο διοικητής τις πρώτες επαφές του Γιαγκούλα με τον Γκαντάρα, έστειλε τον ανόητο χωροφύλακα, συστημένο κατά κυριολεξία, στην Αθήνα, μήπως και τον σώσει. Η διοίκηση τον ανέλαβε κακήν κακώς, και τον τοποθέτησε Εύζωνα στο Παλάτι. Όταν ο Γιαγκούλας έμαθε το τεράστιο κατόρθωμα του χωροφύλακα, κατέβηκε με τα πόδια στην Αθήνα, και απλώς έσφαξε τον φρουρό-βιαστή, την ώρα που φύλαγε τα ανάκτορα! Όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς, η κίνηση αυτή, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί προσωπική επίθεση, αλλά επίθεση κατά του θεσμού.
Το θράσος του ανθρώπου αυτού, έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, για να αποτραπούν οι όποιες μέλλουσες παρόμοιες ανδραγαθίες.
Επικηρύσσεται, και βγαίνει στα βουνά όπου και ανήκε και τα γνώριζε.
Προσφιλής επίδοση των ληστών ήταν πάντοτε οι απαγωγές. Έτσι και ο Γιαγκούλας απήγαγε κάποιον γιατρό από την Λάρισσα. Αφού τον μετέφερε στο άντρο του, τον κράτησε στέλνοντας εντολή για λύτρα στην γυναίκα του με την υπογραφή, "βασιλιάς των ορέων". Αυτή δεν έστειλε τα λύτρα, γιατί μικροπαντρεμένη με τον ηλικιωμένο γιατρό, προτίμησε μάλλον την χηρεία από πολύχρονη καταδίκη. Ξαναέστειλε άλλη εντολή με την οποία ζητούσε μεγαλύτερο ποσό. Τίποτε. Στην τρίτη του προσπάθεια και για να πείσει την ανόητη και επόδοξη γυναίκα της έστειλε με την εντολή για ακόμα μεγαλύτερο ποσό, και το αφτί του άντρα της. Αυτή άκαμπτη προτίμησε τον βραχύ θρήνο από την απώλεια του ποσού. Ο Γιαγκούλας αποφασίζει να διδάξει στον γιατρό οικιακή οικονομία, και αφού τον έκανε μαύρο στο ξύλο, του υπέδειξε τον δρόμο για το σπίτι του, όπου τον έστειλε νεα επιβάλει την τάξη στην γυναίκα του. Βέβαια για να σιγουρευτεί πως θα φτάσει και εγκαίρως του χάρισε, και ένα μουλάρι.
Μία φορά ένας Παντζαράς στο όνομα, φορτομένος με ένα δεμάτι ξύλα, προσπαθούσε να διαβεί ένα στενό μονοπάτι. Αλλά επειδή συναντήθηκε με το Γιαγκούλα και τα παλλικάρια του, στην προσπάθεια να κάνει στην άκρη τον πήρε το βάρος και έπεσε στο πλάι. Ο Γιαγκούλας στάθηκε, και του πέταξε ένα πουγγί. Του παρήγγειλε να αγοράσει δύο μουλάρια. Το ένα του ζήτησε να το ονομάσει Περικλή (σύντροφος του) και το άλλο Φώτο (το όνομα του). Και συνέχισε. Ο Παντζαράς έκανε ότι του είπε ο Φώτος. Όταν κάποτε ανακρίθηκε για τον Γιαγκούλα, σχετικά με το που κρύβεται αρνήθηκε να καταδώσει τον ευεργέτη του λέγοντας πως είχαν τα πράγματα. Απόγονοι του συγκεκριμένου ανθρώπου ζουνε σήμερα στην Βέροια.
Κατά τα χρόνια της δράσης του λέγεται ότι προίκησε πολλές φτωχές κοπέλες και γενικότερα βοήθησε πολύ τους φτωχούς της περιοχης του. Ο Γιαγκούλας έιχε σαν έμβλημα όπως και άλλοι ληστές της εποχής μία καρδία που είχε μέσα της έναν ιππότη. Άλλοι λένε πως ήτανε ο Αη Γιώργης, άλλοι πως ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος.
Κάποτε ανέβηκε κλιμάκιο στην περιοχή του για ενέδρα. Το προηγούμενο βράδυ ο Γιαγκούλας πήγε και τους βρήκε σε κάποιο καπηλειό, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν ποιός είναι. Αφού ήπιε και τσούγκρισε μαζί τους ρώτησε ποιος είναι ο επικεφαλής για να ξέρει ποιον θα σκοτώσει.
Κατηγορήθηκε, εννοείται χωρίς να δικαστεί, για 20 φόνους.
Αγαπημένη του μεταμφίεση Παπάς.
Τον συνέλλαβαν δύο φορές αλλά δραπέτευσε και τις δύο, η δε εξωτερική του ομορφιά θεωρούνταν παροιμιώδης (βλέπετε και κρίνετε).
Το ποσό επικήρυξής του 600.000 δρχ.
Μία άλλη απαγωγή σήμανε το τέλος του Γιαγκούλα. Ομηροι δύο ξαδέρφια, ο τότε φοιτητής της Ιατρικής Νικόλαος Ράπτης και ο πολύ μικρότερος Δημήτρης, σύμφωνα με τη μυθιστορία, τα παιδιά των Τερζάδων που ήταν προύχοντες στον Ολυμπο.
Ψηλά στον Ολυμπο, εν αναμονή των λύτρων, οι ληστές βρίσκονται περικυκλωμένοι από απόσπασμα της χωροφυλακής. Θα ακολουθήσει ολοήμερη μάχη όπου και θα σκοτωθούν ο Γιαγκούλας και κάποιοι από τους συντρόφους του.. Όταν πυροβολήθηκε στην συμπλοκή, από τον μοίραρχο Ι.Πετράκη, τον ακούσε να φωνάζει, "τον έφαγα παιδιά βαράτε και τους άλλους". Εκείνος βρήκε δύναμη και φώναξε:
" Μου κλάσατε τ'αρχίδια κύριε Μοίραρχε".
Την επομένη, 21 Σεπτεμβρίου 1925, το κεφάλι του στολίζει τα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης.
Η παραφιλολογία γύρω από τον Γιαγκούλα, δεύτερο σε φήμη μετά τον Νταβέλη, είναι ογκωδέστατη. Ολοσέλιδα άρθρα και ρεπορτάζ με φωτογραφίες στις εφημερίδες, αφού ανέκαθεν και όχι μόνον επί των ημερών μας οι δημοσιογράφοι κυνηγούν το αίμα. Ακόμη, μαρτυρίες ομήρων που επέζησαν, ολόκληροι ή ακρωτηριασμένοι, καθώς η αποκοπή των αφτιών και των δαχτύλων ήταν συνήθεις αβαρίες. Τέλος, όπως ο κάθε αξιοπρεπής λήσταρχος, ενέπνευσε και ο Γιαγκούλας λαϊκά μυθιστορήματα. Γνωστότερα τα βιβλία του Μιχαήλ Ανδρουλή, άνευ λοιπών βιογραφικών στοιχείων, που ζώντος του Γιαγκούλα κυκλοφορούσαν σε φυλλάδια με φωτογραφίες-ντοκουμέντα και εξαίσιες ζωγραφιές του Σωτήρη Χρηστίδη. Πρώτος τίτλος, «Ο ασύλληπτος λήσταρχος Γιαγκούλας και η Χρύσω». Στη συνέχεια, οι τίτλοι γίνονται περισσότερο κρυπτικοί και λόγω της απαγόρευσης του Θ. Πάγκαλου.
Τα περισσότερα στοιχεία του αφιερώματος είναι από εξιστορήσεις του εγγονού της ανηψιάς του.
Συνέντευξη του αδερφού του Γιαγκούλα, Κωνσταντίνου, στην Judith Konig.
«Νομίζω ότι ο αδελφός μου ο Φώτης, γεννήθηκε 1900. Εγώ ήμουν έξι χρόνια μεγαλύτερος και γεννήθηκα περίπου το 1894. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε τη ζωή του ληστή.
Ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο που έκλεβαν συχνά πρόβατα, κι, γαϊδουριά και άλογα. Εάν πιανόταν οι κλέφτες έπρεπε να πληρώσουν μεγάλη ποινή. Πιο σκληρός ο νόμος όταν έκλεβαν άλογα. Μεγαλώσαμε στο Μεταξά στη γειτονιά μας όμως έμεναν μερικοί άνθρωποι που δε βλέπανε με καλό μάτι την οικογένεια μας.
Όταν λοιπόν, χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή, ορισμένοι απ' αυτούς κατηγόρησαν στο δικαστήριο τον αδελφό μου ότι τα είχε κλέψει. Έτσι θέλανε να ντροπιάσουν την οικογένεια μας.
Ήξερα καλά το Φώτη και ήξερα ότι δεν το είχε κάνει αυτός. Παρ' όλα αυτά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και τότε με ειδοποίησε η αστυνομία για 1.000 δραχμές μπορούσα να τον βγάλω μέχρι να γίνει το δικαστήριο. Αμέσως πήγα με τα χρήματα και τον έβγαλα από τη φυλακή. Αλλά ο Φώτης δεν ήθελε να ξαναγυρίσει μαζί μου στο Μεταξά φοβόταν μήπως τον καταδικάσουν, ενώ ήταν αθώος και έτσι άρχισε η περιπλάνηση του». «Πότε σκότωσε τον πρώτο άνθρωπο;» «Περίπου ένα χρόνο μετά τη φυγή του. Ζούσα τοπ στο Πολύραχο, γιατί το κορίτσι που είχα σ' αυτό το διάστημα παντρευτεί, είχε εκεί σπίτι.
Στο ίδιο χωριό ζούσε ένας φίλος του Γιαγκούλα που αγαπούσε την κόρη ενός γείτονα μας. Και το κορίτσι τον ήθελε για άντρα της, αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αρνιόταν να τη δώσει ο πατέρας της, ο οποίος, σε καμιά περίπτωση δεν θα ενέκρινε αυτό το γάμο. Ο Για·γκούλας λοιπόν, έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου. Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και αφού δεν μπορούσε να τον πιάσει, συλλάβανε εμένα και με πήγανε στις φυλακές στην Κοζάνη.
Μετά από μερικούς μήνες έπρεπε να πάω με την συνοδεία ενός χωροφύλακα στο Πολύραχο, γιατί είχαν ανακαλύψει ότι ο Φώτης κρυβόταν εκεί σ' ένα σπίτι. Ο Πρόεδρος, ο παπάς, ο χωροφύλακας και ο Σούλιος ο αρχηγός της αστυνομίας στο Μεταξά με πήγανε στο μέρος όπου βρισκόταν ο Γιαγκούλας. Κατόρθωσαν να τον περικυκλώσουν και αφού ο αδερφός μου είδε ότι με είχαν πάει εμένα σαν όμηρο, παραιτήθηκε από τη σκέψη να χρησιμοποιήσει βία και παραδόθηκε γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή μου. Αμέσως τον δέσανε και ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Σούλιος, που μόνο εξαιτίας του πλούτου του βρισκόταν σ' αυτήν τη θέση είπε σαρκαστικά:
«Βγείτε όλοι έξω να τον σκοτώσω!»
«Τώρα που είναι δεμένος δεν αφήνω κανέναν να τον σκοτώσει», απάντησε ο χωροφύλακας και παρέμεινε. Ο Γιαγκούλας κοίταξε με μίσος τον Σούλιο στα μάτια και του είπε:
«Σε είκοσι χρόνια που θα βγω από τη φυλακή, θα έρθω και θα σου κόψω το κεφάλι!»
Τον πήγανε στις φυλακές στο νησί Αίγινα. Μετά όμως από δύο χρόνια θεώρησαν ότι οι φυλακές αυτές δεν ήταν πολύ ασφαλείς για το Γιαγκούλα και κάτω από δυνατή αστυνομική ακολουθία τον πήγανε στη Θεσ/νίκη. Όταν λίγο πριν τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρένο ελάττωσε την ταχύτητα του, ο Γιαγκούλας πήδηξε από το τρένο μαζί με τις βαριές του αλυσίδες. Οι χωροφύλακες από την έκπληξη τους έμειναν να τον παρακολουθούν και να μην κάνουν τίποτε. Ο Φώτης λοιπόν, κουβάλησε τις αλυσίδες του όλον τον μακρύ δρόμο μέχρι τα Σέρβια, όπου εκεί τις έκοψε ένας σιδεράς, τον οποίο αργότερα αντάμειψε πλούσια.
Ο Κώστας ε'κανε ένα μικρό διάλειμμα για να πιει λίγο από τον καφέ του, όταν ξαφνικά καταλάβαμε ότι δεν είμασταν πλέον δύο άτομα που τον ακούγαμε. Είχαν μαζευτεί όλοι οι επισκέπτες του καφενείου γύρω μας για να ακούσουν τις ιστορίες του Γιαγκούλα.
Δυστυχώς όμως, τώρα ο Κώστας θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να μας πάει και στο σπίτι του και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Στο σπίτι μας περίμενε η γυναίκα του, που προσπαθούσε εκείνη την ώρα να ανάψει τη σόμπα και έτσι μας δινόταν εμάς η ευκαιρία να παρατηρήσουμε το χοίρο γύρω μας.
«Αυτή είναι η μικρότερη μου κόρη, στον πόλεμο την είχαν πάει στην Ουγγαρία, όπου ζει τώρα και είναι παντρεμένη με έναν Έλληνα. Ίσως την επισκεφθώ φέτος.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη μου κόρη, που ζει στα Σέρβια και εδώ και δεκαπέντε χρόνια είναι χήρα».
Ο Κώστας λέγοντας αυτά, μας έδειχνε τις φωτογραφίες που κρέμονταν στον τοίχο.
«Έχετε και εσείς μια φωτογραφία του Γιαγκούλα;», τον ρωτήσαμε.
Η γυναίκα του, έσκυψε αμέσως κάτω από το κρεβάτι και έβγαλε μια κορνιζομένη φωτογραφία. Αναγνωρίσαμε τη φωτογραφία που είχαμε δει στο φωτογράφο και το είπαμε στον Κώστα.
«Α ναι, ήρθε πριν από μερικές μέρες και με ρώτησε αν μπορούσα να τον βοηθήσω να βγάλει λίγα χρήματα. Εδώ είναι και οι φίλοι του Γιαγκούλα».
Μας έδειξε μια καρτ-ποστάλ όπου κάθονταν τέσσερις άγριοι άνδρες με μακριά μαλλιά, μουστάκια και ντουφέκια. Ο Κώστας μας έδειξε τον έναν απ' αυτούς, ο οποίος μ' αυτά τα μαλλιά και τα γένια έμοιαζε σαν ερημίτης.
«Αυτός είναι ο Θωμάς Καντάρας, ο οποίος το 1918 έσκαψε μια τρύπα στο κελί του στις φυλακές της Λάρισας και βγήκε στην τουαλέττα, απ' όπου και δραπέτευσε, έτσι βρέθηκε με το Γιαγκούλα.
Αυτοί οι τέσσερις συνεργάστηκαν μόνο τρία χρόνια με τον αδελφό μου, μετά αποκεφαλίστηκαν». «Ο Γιαγκούλας ήταν παντρεμένος;». «Μετά τη απόδραση του από το τρένο πήγε μια μέρα στο Μεταξά να ζητήσει ένα κορίτσι, που το αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας αναγκάστηκε να την απαγάγει. Την πήγε στη σπηλιά του που βρίσκεται σε δρόμο για την Ελασσόνα. Νομίζω ότι ο μοίραρχος Καφάσσης, ο παλιός αστυνόμος στα Σέρβια, τους πάντρεψε εκεί επάνω. Ίσως να τον ξέρετε, μένει δίπλα στην ταβέρνα του Παναγιωτίδη και πέρυσι έχασε το μοναδικό του γιο σε δυστύχημα».
«Ο Γιαγκούλας και η γυναίκα του είχαν μόνο αυτή τη σπηλιά για κατοικία;».
«Ναι. Από το λημέρι του μπορούσε να επιβλέπει το δρόμο για τη Λάρισα και εάν είχε διάθεση σταματούσε το αμάξι ενός πλούσιου ταξιδιώτη και του έπαιρνε ό,τι μπορούσε να του πάρει. Με τα χρήματα που έπαιρνε, βοηθούσε τους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια, βοηθούσε μικρούς αγρότες στην αγορά ζώων και γης ή τα δώριζε στην εκκλησία.
Δυστυχώς, δεν ξέρω πολλά γι' αυτή την εποχή.
Μόλις δραπέτευσε από τη φυλακή, εμένα και την οικογένεια μου, μας στείλανε στην εξορία, για να μη μπορεί κανείς να τον βοηθήσει. Στη Σκόπελο ήμασταν τριάντα άτομα, οι υπόλοιποι εκατόν εβδομήντα των συγγενών μας ήταν σκορπισμένοι σε άλλα νησιά».
«Τι έγινε αλήθεια, με τον αρχηγό της αστυνομίας, που είχε απειλήσει;».
«Μετά τη φυγή του ο Γιαγκούλας κατέβαινε συχνά σε μικρά χωριά. Όταν μια μέρα πήγε στα Σέρβια συνάντησε τον Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος στην αρχή δεν τον γνώρισε, γιατί είχε να τον δει τρία χρόνια».
Η γριά είχε επιτέλους ανάψει τη σόμπα και παρουσιάστηκε μπροστά μας μ' ένα φορτωμένο δίσκο που ανήκει εξίσου στα ελληνικά έθιμα της επίσκεψης, όπως το «καλώς ορίσατε».
Η Αγγελικά κι εγώ ήπιαμε στην υγεία του πεθαμένου ληστή και αρχίσαμε τα χίλια χρόνια που θα 'πρεπε να ζήσουμε σύμφωνα με την ευχή της οικοδέσποινας μας, με ένα ποτηράκι γλυκό λικέρ. Μετά καταπιαστήκαμε μ' ένα ζαχαρωμένο σύκο, το γλυκό του κουταλιού που ξεγλιστρούσε απ' το κουταλάκι, ήπιαμε μια γουλιά παγωμένο νερό και σκουπιστήκαμε με την ανάποδη του χεριού. Μόνο αφού ήπιε και ο Κώστας το τσίπουρο του, άρχι.οι να αφηγείται τη συνέχεια της σταματημένης ιστορίας.
«Ο Γιαγκούλας λοιπόν, είδε και αναγνώρισε το μισητό αστυνόμο, τον χαιρέτησε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Μετά έβαλε το κεφάλι του στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλιά του, σ' αυτό εξηγούσε γιατί μίκραινε τη ζωή και το σοιμιΐ του Σούλιου. Το σημείωμα αυτό πρέπει να υπάρχει ακόμη στο δικαστήριο. Μετά από αυτό, άρχισε η αστυνομία να τον κυνηγάει πιο επίμονα. Μια φορά ακόμη τον πιάσανε, αλλά τους ξέφυγε γρήγορα πάλι».
«Μα πώς ξέφυγε απ' τη φυλακή;».
«Με χρήματα».
«Εάν σου δώσει εσένα κάποιος 5.000 δραχμές τον φυλάς εσύ ακόμη;», συμπλήρωσε η γριά.
Είχε πάρει θέση σε ένα χαμηλό σκαμνί κοντά στη σόμπα και παρακολουθούσε την αφήγηση. «Γύρισε πάλι πίσω στη σπηλιά του;». «Όχι, ήταν επικίνδυνα πια και εξαφανίστηκε για ένα χρόνο στην περιοχή γύρω από τα Γιάννενα.
Πριν φύγει όμως από τα παλιά του λημέρια, πήγε στο Μεταξά και έδωσε στον παπά με την παρουσία του δημάρχου και τριών δημοτικών συμβούλων, 6.000 δραχμές για να χτίσουν με τα χρήματα αυτά μία εκκλησία και να της έδιναν το όνομα του».«Είναι η μικρή εκκλησία που υπάρχει τώρα;».
«Όταν ο Γιαγκούλας επέστρεψε μετά από ένα χρόνο δεν είχε γίνει τίποτα. Ανακάλυψε γρήγορα τι είχε γίνει η δωρεά του. Οι πέντε κύριοι είχαν μοιραστεί τα χρήματα και τα είχαν καταχραστεί. Και τώρα πάλι πήρε ο καθένας απ' τους πέντε το μερτικό του. Σε μια νύχτα τους αποκεφάλισε ο Γιαγκούλας και τους πέντε». «Είχε δίκιο!», επεμβαίνει η γριά. «Επειδή πάλι δε μπόρεσαν να τον πιάσουν, έπιασαν τη γυναίκα του και την πήγαν στην Κοζάνη στη φυλακή. Περίμενε τότε παιδί». «Ζει ακόμη το παιδί;».
«Ήταν αγόρι, αλλά μετά τη γέννηση του πέθανε. Λένε ότι το δηλητηρίασαν στο νοσοκομείο για να μη ζει ο κακός σπόρος του πατέρα του, με'σα απ' αυτόν. Ποιος ξέρει ποια είναι η αλήθεια».
«Η Ευαγγελία ζει ακόμη;».
«Πέθανε τον περασμένο χρόνο από καρκίνο. Μετά το θάνατο του Γιαγκούλα παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα».
«Ο Γιαγκούλας τότε δε θέλησε να απελευθερώσει τη γυναίκα του από τη φυλακή;».
«Πώς, βέβαια. Εμένα μετά από τη φυγή του στην Ήπειρο με είχαν φέρει πίσω και ζούσα στο Πολύραχο. Μια μέρα, αφού είχαν φέρει τη γυναίκα του στην Κοζάνη, με κάλεσε ο Γιαγκούλας στο Μεταξά. Εκεί με παρακάλεσε να πάω σε ένα γνωστό σπίτι το επόμενο βράδυ μαζί με έναν χωροφύλακα για να διαπραγματευτεί μαζί του. Έτσι πήγα κι εγώ μαζί με τον αρχηγό της αστυνομίας της Κοζάνης το επόμενο βράδυ. Εκεί φάγαμε και ήπιαμε όλοι μαζί και ο Γιαγκούλας μας έδωσε και χρήματα. Ο αδελφός μου είχε κουραστεί από τη ζωή του ληστή και ήθελε να σώσει τη γυναίκα του, έτσι, παρακάλεσε τον αστυνόμο να μιλήσει στον υπουργό για χάρη του για να του δινόταν χάρη. Υποσχέθηκε να πάει και είκοσι χρόνια φυλακή. Δυστυχώς όμως, δεν έγινε τίποτα, συνέχισαν να κυνηγάνε το Γιαγκούλα και το ποσό για το θάνατο του είχε ανεβεί στις 600.000 δραχμές.
Τώρα, του ήταν πλέον αδύνατο να μείνει σ' αυτή την περιοχή και κρυβόταν στον Όλυμπο μαζί με τους συντρόφους του Μπαμπάνη και Τσαμνίτα. Από εκεί συνέχισαν τις ληστείες τους».
«Πόσο έμεινε εκεί;».
«Έως το 1925. Μια μέρα είχε απαγάγει από δυο οικογένειες δύο αγοράκια και ζητούσε λύτρα από τους γονείς. Όμως αντί να δώσουν τα χρήματα οι πατεράδες έφεραν πενήντα χωροφύλακες.
Μετά από μια σύντομη μάχη κατόρθωσαν να τους εξουδετερώσουν και τους τρεις. Εκεί σε εκείνο ακριβώς το σημείο τους πήραν και τα κεφάλια. Στα Σέρβια ζούνε ακόμη ορισμένοι άνθρωποι που είχαν δει το κεφάλι του Γιαγκούλα. Το οποίο το είχαν τοποθετήσει επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο».
«Πολλοί τον κλάψανε όταν πέθανε», λέει η γιαγιά.
«Έκανε τόσα καλά. Πόσα κορίτσια προίκισε για να μπορέσουν να παντρευτούν».
Ο Κώστας συμφώνησε με τη γυναίκα του.
«Ήταν καλός άνθρωπος. Εξάλλου έπαιρνε μόνο από εκεί που περίσσευαν».
Αυτός ήταν λοιπόν, ο Γιαγκούλας. Θα θέλαμε να ακούγαμε και άλλα, αλλά ο Κώστας έβαλε τέλος στη συζήτηση.
«Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να σας πω περισσότερα. Όχι, γιατί δε θέλω, αλλά γιατί δεν ξέρω. Ενώ είμαι ο αδελφός του δεν ξέρω ούτε ένα τέταρτο από τη ζωή του αδελφού μου. Πολλά μου διέφυγαν γιατί έλειπα και πολύ καιρό στην εξορία. Εάν θέλετε να μάθετε περισσότερα, τότε ρωτήστε το Ματάνα και το Μοίραρχο στα Σέρβια. Ήταν από τους καλύτερους του φίλους».
Σταθήκαμε και σφίξαμε το χέρι της γριάς γυναίκας και του Κωνσταντίνου Γιαγκούλα, ο οποίος μας συνόδεψε μέχρι το καφενείο για να πάρουμε τα άλογα μας και να ξεκινήσουμε για το γυρισμό. Τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε.
«Να μας επισκεφθείτε στην παράγκα μας!», του φωνάξαμε.
«Κρίμα, που δεν ζει πια!», αναστέναξε η Αγγελική.
«Σίγουρα θα τον είχαμε επισκεφθεί», απάντησα εγώ, «ξέρεις ότι προίκιζε τα φτωχά κορίτσια;». Και γελάσαμε.
(Πηγή : Ιστορίες γύρω απο τα Σέρβια της Judith Konig)

Τα κεφάλια του Γιαγκούλα και των συντρόφων του, 21/9/1925.

Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)