
Φώτης ή Φώτoς Γιαγκούλας.
Γιατί αγαπήθηκε ο Γιαγκούλας (και ο κάθε Γιαγκούλας;)
Ας δούμε από επιστολή του προς αξιωματικό του στρατού που βασάνιζε χωρικούς για να τον καταδώσουν:
« Τι πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους, αφού βρε γαλονάδες, γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένεια σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσομε. Τι φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Λοιπόν, τώρα δεν ήθελα να σε σκοτώσω ούτε εσένα ούτε και τους άλλους κωρωνάδες. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσης τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τα άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Και αυτή την στιγμή σε καλούμεν να έλθης να πολεμήσωμε εδώ πάνω στον Προφήτην Ηλίαν…»
Ο Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στο Μεταξά Σερβίων γύρω στο 1900. Σαν παιδί, μεγάλωσε κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Αυτό ίσως να τον οδήγησε εκείνα τα χρόνια, της ανέχειας σε κάποια αυγοκλοπή, από όπου και του έμεινε στους πολέμιούς του και το παρατσούκλι "κλεφτοκοτάς". Μεγαλώνοντας όμως διακρίθηκε για την λεβεντία του σε τέτοιο βαθμό που έγινε σύντομα γνωστός, στην γύρω περιοχή. Επί τουρκοκρατίας δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, λόγω της περιοχής καταγωγής. Στά Χάσια από όπου προέρχεται "τούρκος κι αν μπήκε, δεν βγήκε", όπως περήφανα λένε μέχρι και σήμερα στην περιοχή. Διάλεξαν οι κάτοικοι την περιοχή αυτή επειδή ήτανε φτωχή, και άγρια, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η συντήρηση οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή, αλλά και όπου προσπάθησαν να εμφανιστούν, ή σφαγιάστηκαν, ή έφυγαν πανικόβλητοι. Κοντά σε αυτό το ελεύθερο σκηνικό, έρχεται να προστεθεί και η Ληστεία, η οποία τότε αποτελούσε την κυριώτερη μορφή αντίδρασης στους κατακτητές. Μετά την σταδιακή απελευθέρωση περιοχών, πολλοί ήτανε εκείνοι που δεν κατάλαβαν το νόημα αυτής της νέας διακυβέρνησης, αφού η φυσική τους παιδεία του όριζε να ζουν χωρίς φόρους, και ότι άλλο σου επιβάλλει μία έννομη κοινωνία.
Ο θρύλος λέει πως μία εξαδέρφη του, πολύ όμορφη, με την απελευθέρωση και μετά την εγκατάσταση των πρώτων φρουρών, στην περιοχή, έγινε στόχος κάποιου χωροφύλακα. Παρά την αποτροπή του ανωτέρου του, ότι είναι δηλαδή ξαδέλφη του Φώτου, και να έχει το νου του, αυτός δεν αρκέστηκε στα απλά πειράγματα, αλλά αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι ακόμα πιο απαγορευμένο και φρικτό.
Αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτήν την βλακεία, παρά πήρε φουσκωμένη φόρα, και διαλάλησε στο χωριό, το κατόρθωμα. Η κοπέλα, πνιγμένη στην ντροπή φυσικά και δεν θα μιλούσε, αλλά μίλησε αυτός. Έχοντας υπ΄όψιν ο διοικητής τις πρώτες επαφές του Γιαγκούλα με τον Γκαντάρα, έστειλε τον ανόητο χωροφύλακα, συστημένο κατά κυριολεξία, στην Αθήνα, μήπως και τον σώσει. Η διοίκηση τον ανέλαβε κακήν κακώς, και τον τοποθέτησε Εύζωνα στο Παλάτι. Όταν ο Γιαγκούλας έμαθε το τεράστιο κατόρθωμα του χωροφύλακα, κατέβηκε με τα πόδια στην Αθήνα, και απλώς έσφαξε τον φρουρό-βιαστή, την ώρα που φύλαγε τα ανάκτορα! Όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς, η κίνηση αυτή, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί προσωπική επίθεση, αλλά επίθεση κατά του θεσμού.
Το θράσος του ανθρώπου αυτού, έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, για να αποτραπούν οι όποιες μέλλουσες παρόμοιες ανδραγαθίες.
Επικηρύσσεται, και βγαίνει στα βουνά όπου και ανήκε και τα γνώριζε.
Προσφιλής επίδοση των ληστών ήταν πάντοτε οι απαγωγές. Έτσι και ο Γιαγκούλας απήγαγε κάποιον γιατρό από την Λάρισσα. Αφού τον μετέφερε στο άντρο του, τον κράτησε στέλνοντας εντολή για λύτρα στην γυναίκα του με την υπογραφή, "βασιλιάς των ορέων". Αυτή δεν έστειλε τα λύτρα, γιατί μικροπαντρεμένη με τον ηλικιωμένο γιατρό, προτίμησε μάλλον την χηρεία από πολύχρονη καταδίκη. Ξαναέστειλε άλλη εντολή με την οποία ζητούσε μεγαλύτερο ποσό. Τίποτε. Στην τρίτη του προσπάθεια και για να πείσει την ανόητη και επόδοξη γυναίκα της έστειλε με την εντολή για ακόμα μεγαλύτερο ποσό, και το αφτί του άντρα της. Αυτή άκαμπτη προτίμησε τον βραχύ θρήνο από την απώλεια του ποσού. Ο Γιαγκούλας αποφασίζει να διδάξει στον γιατρό οικιακή οικονομία, και αφού τον έκανε μαύρο στο ξύλο, του υπέδειξε τον δρόμο για το σπίτι του, όπου τον έστειλε νεα επιβάλει την τάξη στην γυναίκα του. Βέβαια για να σιγουρευτεί πως θα φτάσει και εγκαίρως του χάρισε, και ένα μουλάρι.
Μία φορά ένας Παντζαράς στο όνομα, φορτομένος με ένα δεμάτι ξύλα, προσπαθούσε να διαβεί ένα στενό μονοπάτι. Αλλά επειδή συναντήθηκε με το Γιαγκούλα και τα παλλικάρια του, στην προσπάθεια να κάνει στην άκρη τον πήρε το βάρος και έπεσε στο πλάι. Ο Γιαγκούλας στάθηκε, και του πέταξε ένα πουγγί. Του παρήγγειλε να αγοράσει δύο μουλάρια. Το ένα του ζήτησε να το ονομάσει Περικλή (σύντροφος του) και το άλλο Φώτο (το όνομα του). Και συνέχισε. Ο Παντζαράς έκανε ότι του είπε ο Φώτος. Όταν κάποτε ανακρίθηκε για τον Γιαγκούλα, σχετικά με το που κρύβεται αρνήθηκε να καταδώσει τον ευεργέτη του λέγοντας πως είχαν τα πράγματα. Απόγονοι του συγκεκριμένου ανθρώπου ζουνε σήμερα στην Βέροια.
Κατά τα χρόνια της δράσης του λέγεται ότι προίκησε πολλές φτωχές κοπέλες και γενικότερα βοήθησε πολύ τους φτωχούς της περιοχης του. Ο Γιαγκούλας έιχε σαν έμβλημα όπως και άλλοι ληστές της εποχής μία καρδία που είχε μέσα της έναν ιππότη. Άλλοι λένε πως ήτανε ο Αη Γιώργης, άλλοι πως ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος.
Κάποτε ανέβηκε κλιμάκιο στην περιοχή του για ενέδρα. Το προηγούμενο βράδυ ο Γιαγκούλας πήγε και τους βρήκε σε κάποιο καπηλειό, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν ποιός είναι. Αφού ήπιε και τσούγκρισε μαζί τους ρώτησε ποιος είναι ο επικεφαλής για να ξέρει ποιον θα σκοτώσει.
Κατηγορήθηκε, εννοείται χωρίς να δικαστεί, για 20 φόνους.
Αγαπημένη του μεταμφίεση Παπάς.
Τον συνέλλαβαν δύο φορές αλλά δραπέτευσε και τις δύο, η δε εξωτερική του ομορφιά θεωρούνταν παροιμιώδης (βλέπετε και κρίνετε).
Το ποσό επικήρυξής του 600.000 δρχ.
Μία άλλη απαγωγή σήμανε το τέλος του Γιαγκούλα. Ομηροι δύο ξαδέρφια, ο τότε φοιτητής της Ιατρικής Νικόλαος Ράπτης και ο πολύ μικρότερος Δημήτρης, σύμφωνα με τη μυθιστορία, τα παιδιά των Τερζάδων που ήταν προύχοντες στον Ολυμπο.
Ψηλά στον Ολυμπο, εν αναμονή των λύτρων, οι ληστές βρίσκονται περικυκλωμένοι από απόσπασμα της χωροφυλακής. Θα ακολουθήσει ολοήμερη μάχη όπου και θα σκοτωθούν ο Γιαγκούλας και κάποιοι από τους συντρόφους του.. Όταν πυροβολήθηκε στην συμπλοκή, από τον μοίραρχο Ι.Πετράκη, τον ακούσε να φωνάζει, "τον έφαγα παιδιά βαράτε και τους άλλους". Εκείνος βρήκε δύναμη και φώναξε:
" Μου κλάσατε τ'αρχίδια κύριε Μοίραρχε".
Την επομένη, 21 Σεπτεμβρίου 1925, το κεφάλι του στολίζει τα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης.
Η παραφιλολογία γύρω από τον Γιαγκούλα, δεύτερο σε φήμη μετά τον Νταβέλη, είναι ογκωδέστατη. Ολοσέλιδα άρθρα και ρεπορτάζ με φωτογραφίες στις εφημερίδες, αφού ανέκαθεν και όχι μόνον επί των ημερών μας οι δημοσιογράφοι κυνηγούν το αίμα. Ακόμη, μαρτυρίες ομήρων που επέζησαν, ολόκληροι ή ακρωτηριασμένοι, καθώς η αποκοπή των αφτιών και των δαχτύλων ήταν συνήθεις αβαρίες. Τέλος, όπως ο κάθε αξιοπρεπής λήσταρχος, ενέπνευσε και ο Γιαγκούλας λαϊκά μυθιστορήματα. Γνωστότερα τα βιβλία του Μιχαήλ Ανδρουλή, άνευ λοιπών βιογραφικών στοιχείων, που ζώντος του Γιαγκούλα κυκλοφορούσαν σε φυλλάδια με φωτογραφίες-ντοκουμέντα και εξαίσιες ζωγραφιές του Σωτήρη Χρηστίδη. Πρώτος τίτλος, «Ο ασύλληπτος λήσταρχος Γιαγκούλας και η Χρύσω». Στη συνέχεια, οι τίτλοι γίνονται περισσότερο κρυπτικοί και λόγω της απαγόρευσης του Θ. Πάγκαλου.
Τα περισσότερα στοιχεία του αφιερώματος είναι από εξιστορήσεις του εγγονού της ανηψιάς του.
Συνέντευξη του αδερφού του Γιαγκούλα, Κωνσταντίνου, στην Judith Konig.
«Νομίζω ότι ο αδελφός μου ο Φώτης, γεννήθηκε 1900. Εγώ ήμουν έξι χρόνια μεγαλύτερος και γεννήθηκα περίπου το 1894. Στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων ξεκίνησε τη ζωή του ληστή.
Ήταν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μια περίοδο που έκλεβαν συχνά πρόβατα, κι, γαϊδουριά και άλογα. Εάν πιανόταν οι κλέφτες έπρεπε να πληρώσουν μεγάλη ποινή. Πιο σκληρός ο νόμος όταν έκλεβαν άλογα. Μεγαλώσαμε στο Μεταξά στη γειτονιά μας όμως έμεναν μερικοί άνθρωποι που δε βλέπανε με καλό μάτι την οικογένεια μας.
Όταν λοιπόν, χάθηκαν δυο άλογα από τη βοσκή, ορισμένοι απ' αυτούς κατηγόρησαν στο δικαστήριο τον αδελφό μου ότι τα είχε κλέψει. Έτσι θέλανε να ντροπιάσουν την οικογένεια μας.
Ήξερα καλά το Φώτη και ήξερα ότι δεν το είχε κάνει αυτός. Παρ' όλα αυτά τον πιάσανε και τον οδήγησαν στη Λάρισα. Τέσσερις μήνες έμεινε εκεί στη φυλακή και τότε με ειδοποίησε η αστυνομία για 1.000 δραχμές μπορούσα να τον βγάλω μέχρι να γίνει το δικαστήριο. Αμέσως πήγα με τα χρήματα και τον έβγαλα από τη φυλακή. Αλλά ο Φώτης δεν ήθελε να ξαναγυρίσει μαζί μου στο Μεταξά φοβόταν μήπως τον καταδικάσουν, ενώ ήταν αθώος και έτσι άρχισε η περιπλάνηση του». «Πότε σκότωσε τον πρώτο άνθρωπο;» «Περίπου ένα χρόνο μετά τη φυγή του. Ζούσα τοπ στο Πολύραχο, γιατί το κορίτσι που είχα σ' αυτό το διάστημα παντρευτεί, είχε εκεί σπίτι.
Στο ίδιο χωριό ζούσε ένας φίλος του Γιαγκούλα που αγαπούσε την κόρη ενός γείτονα μας. Και το κορίτσι τον ήθελε για άντρα της, αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αρνιόταν να τη δώσει ο πατέρας της, ο οποίος, σε καμιά περίπτωση δεν θα ενέκρινε αυτό το γάμο. Ο Για·γκούλας λοιπόν, έλυσε ένα βράδυ για πάντα το πρόβλημα κόβοντας το κεφάλι του γέρου. Η αστυνομία σύντομα εξακρίβωσε το δράστη και αφού δεν μπορούσε να τον πιάσει, συλλάβανε εμένα και με πήγανε στις φυλακές στην Κοζάνη.
Μετά από μερικούς μήνες έπρεπε να πάω με την συνοδεία ενός χωροφύλακα στο Πολύραχο, γιατί είχαν ανακαλύψει ότι ο Φώτης κρυβόταν εκεί σ' ένα σπίτι. Ο Πρόεδρος, ο παπάς, ο χωροφύλακας και ο Σούλιος ο αρχηγός της αστυνομίας στο Μεταξά με πήγανε στο μέρος όπου βρισκόταν ο Γιαγκούλας. Κατόρθωσαν να τον περικυκλώσουν και αφού ο αδερφός μου είδε ότι με είχαν πάει εμένα σαν όμηρο, παραιτήθηκε από τη σκέψη να χρησιμοποιήσει βία και παραδόθηκε γιατί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή μου. Αμέσως τον δέσανε και ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Σούλιος, που μόνο εξαιτίας του πλούτου του βρισκόταν σ' αυτήν τη θέση είπε σαρκαστικά:
«Βγείτε όλοι έξω να τον σκοτώσω!»
«Τώρα που είναι δεμένος δεν αφήνω κανέναν να τον σκοτώσει», απάντησε ο χωροφύλακας και παρέμεινε. Ο Γιαγκούλας κοίταξε με μίσος τον Σούλιο στα μάτια και του είπε:
«Σε είκοσι χρόνια που θα βγω από τη φυλακή, θα έρθω και θα σου κόψω το κεφάλι!»
Τον πήγανε στις φυλακές στο νησί Αίγινα. Μετά όμως από δύο χρόνια θεώρησαν ότι οι φυλακές αυτές δεν ήταν πολύ ασφαλείς για το Γιαγκούλα και κάτω από δυνατή αστυνομική ακολουθία τον πήγανε στη Θεσ/νίκη. Όταν λίγο πριν τη γέφυρα Μπαμπά κοντά στη Λάρισα το τρένο ελάττωσε την ταχύτητα του, ο Γιαγκούλας πήδηξε από το τρένο μαζί με τις βαριές του αλυσίδες. Οι χωροφύλακες από την έκπληξη τους έμειναν να τον παρακολουθούν και να μην κάνουν τίποτε. Ο Φώτης λοιπόν, κουβάλησε τις αλυσίδες του όλον τον μακρύ δρόμο μέχρι τα Σέρβια, όπου εκεί τις έκοψε ένας σιδεράς, τον οποίο αργότερα αντάμειψε πλούσια.
Ο Κώστας ε'κανε ένα μικρό διάλειμμα για να πιει λίγο από τον καφέ του, όταν ξαφνικά καταλάβαμε ότι δεν είμασταν πλέον δύο άτομα που τον ακούγαμε. Είχαν μαζευτεί όλοι οι επισκέπτες του καφενείου γύρω μας για να ακούσουν τις ιστορίες του Γιαγκούλα.
Δυστυχώς όμως, τώρα ο Κώστας θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να μας πάει και στο σπίτι του και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Στο σπίτι μας περίμενε η γυναίκα του, που προσπαθούσε εκείνη την ώρα να ανάψει τη σόμπα και έτσι μας δινόταν εμάς η ευκαιρία να παρατηρήσουμε το χοίρο γύρω μας.
«Αυτή είναι η μικρότερη μου κόρη, στον πόλεμο την είχαν πάει στην Ουγγαρία, όπου ζει τώρα και είναι παντρεμένη με έναν Έλληνα. Ίσως την επισκεφθώ φέτος.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη μου κόρη, που ζει στα Σέρβια και εδώ και δεκαπέντε χρόνια είναι χήρα».
Ο Κώστας λέγοντας αυτά, μας έδειχνε τις φωτογραφίες που κρέμονταν στον τοίχο.
«Έχετε και εσείς μια φωτογραφία του Γιαγκούλα;», τον ρωτήσαμε.
Η γυναίκα του, έσκυψε αμέσως κάτω από το κρεβάτι και έβγαλε μια κορνιζομένη φωτογραφία. Αναγνωρίσαμε τη φωτογραφία που είχαμε δει στο φωτογράφο και το είπαμε στον Κώστα.
«Α ναι, ήρθε πριν από μερικές μέρες και με ρώτησε αν μπορούσα να τον βοηθήσω να βγάλει λίγα χρήματα. Εδώ είναι και οι φίλοι του Γιαγκούλα».
Μας έδειξε μια καρτ-ποστάλ όπου κάθονταν τέσσερις άγριοι άνδρες με μακριά μαλλιά, μουστάκια και ντουφέκια. Ο Κώστας μας έδειξε τον έναν απ' αυτούς, ο οποίος μ' αυτά τα μαλλιά και τα γένια έμοιαζε σαν ερημίτης.
«Αυτός είναι ο Θωμάς Καντάρας, ο οποίος το 1918 έσκαψε μια τρύπα στο κελί του στις φυλακές της Λάρισας και βγήκε στην τουαλέττα, απ' όπου και δραπέτευσε, έτσι βρέθηκε με το Γιαγκούλα.
Αυτοί οι τέσσερις συνεργάστηκαν μόνο τρία χρόνια με τον αδελφό μου, μετά αποκεφαλίστηκαν». «Ο Γιαγκούλας ήταν παντρεμένος;». «Μετά τη απόδραση του από το τρένο πήγε μια μέρα στο Μεταξά να ζητήσει ένα κορίτσι, που το αγαπούσε πολύ καιρό, την Ευαγγελία. Αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε να τη δώσει σε ληστή κι έτσι ο Γιαγκούλας αναγκάστηκε να την απαγάγει. Την πήγε στη σπηλιά του που βρίσκεται σε δρόμο για την Ελασσόνα. Νομίζω ότι ο μοίραρχος Καφάσσης, ο παλιός αστυνόμος στα Σέρβια, τους πάντρεψε εκεί επάνω. Ίσως να τον ξέρετε, μένει δίπλα στην ταβέρνα του Παναγιωτίδη και πέρυσι έχασε το μοναδικό του γιο σε δυστύχημα».
«Ο Γιαγκούλας και η γυναίκα του είχαν μόνο αυτή τη σπηλιά για κατοικία;».
«Ναι. Από το λημέρι του μπορούσε να επιβλέπει το δρόμο για τη Λάρισα και εάν είχε διάθεση σταματούσε το αμάξι ενός πλούσιου ταξιδιώτη και του έπαιρνε ό,τι μπορούσε να του πάρει. Με τα χρήματα που έπαιρνε, βοηθούσε τους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια, βοηθούσε μικρούς αγρότες στην αγορά ζώων και γης ή τα δώριζε στην εκκλησία.
Δυστυχώς, δεν ξέρω πολλά γι' αυτή την εποχή.
Μόλις δραπέτευσε από τη φυλακή, εμένα και την οικογένεια μου, μας στείλανε στην εξορία, για να μη μπορεί κανείς να τον βοηθήσει. Στη Σκόπελο ήμασταν τριάντα άτομα, οι υπόλοιποι εκατόν εβδομήντα των συγγενών μας ήταν σκορπισμένοι σε άλλα νησιά».
«Τι έγινε αλήθεια, με τον αρχηγό της αστυνομίας, που είχε απειλήσει;».
«Μετά τη φυγή του ο Γιαγκούλας κατέβαινε συχνά σε μικρά χωριά. Όταν μια μέρα πήγε στα Σέρβια συνάντησε τον Σούλιο, ο οποίος επέστρεφε στο σπίτι του στο Μεταξά. Ο Σούλιος στην αρχή δεν τον γνώρισε, γιατί είχε να τον δει τρία χρόνια».
Η γριά είχε επιτέλους ανάψει τη σόμπα και παρουσιάστηκε μπροστά μας μ' ένα φορτωμένο δίσκο που ανήκει εξίσου στα ελληνικά έθιμα της επίσκεψης, όπως το «καλώς ορίσατε».
Η Αγγελικά κι εγώ ήπιαμε στην υγεία του πεθαμένου ληστή και αρχίσαμε τα χίλια χρόνια που θα 'πρεπε να ζήσουμε σύμφωνα με την ευχή της οικοδέσποινας μας, με ένα ποτηράκι γλυκό λικέρ. Μετά καταπιαστήκαμε μ' ένα ζαχαρωμένο σύκο, το γλυκό του κουταλιού που ξεγλιστρούσε απ' το κουταλάκι, ήπιαμε μια γουλιά παγωμένο νερό και σκουπιστήκαμε με την ανάποδη του χεριού. Μόνο αφού ήπιε και ο Κώστας το τσίπουρο του, άρχι.οι να αφηγείται τη συνέχεια της σταματημένης ιστορίας.
«Ο Γιαγκούλας λοιπόν, είδε και αναγνώρισε το μισητό αστυνόμο, τον χαιρέτησε και την επόμενη στιγμή τον αποκεφάλισε. Μετά έβαλε το κεφάλι του στη μέση δρόμου και τοποθέτησε ένα σημείωμα επάνω στα μαλιά του, σ' αυτό εξηγούσε γιατί μίκραινε τη ζωή και το σοιμιΐ του Σούλιου. Το σημείωμα αυτό πρέπει να υπάρχει ακόμη στο δικαστήριο. Μετά από αυτό, άρχισε η αστυνομία να τον κυνηγάει πιο επίμονα. Μια φορά ακόμη τον πιάσανε, αλλά τους ξέφυγε γρήγορα πάλι».
«Μα πώς ξέφυγε απ' τη φυλακή;».
«Με χρήματα».
«Εάν σου δώσει εσένα κάποιος 5.000 δραχμές τον φυλάς εσύ ακόμη;», συμπλήρωσε η γριά.
Είχε πάρει θέση σε ένα χαμηλό σκαμνί κοντά στη σόμπα και παρακολουθούσε την αφήγηση. «Γύρισε πάλι πίσω στη σπηλιά του;». «Όχι, ήταν επικίνδυνα πια και εξαφανίστηκε για ένα χρόνο στην περιοχή γύρω από τα Γιάννενα.
Πριν φύγει όμως από τα παλιά του λημέρια, πήγε στο Μεταξά και έδωσε στον παπά με την παρουσία του δημάρχου και τριών δημοτικών συμβούλων, 6.000 δραχμές για να χτίσουν με τα χρήματα αυτά μία εκκλησία και να της έδιναν το όνομα του».«Είναι η μικρή εκκλησία που υπάρχει τώρα;».
«Όταν ο Γιαγκούλας επέστρεψε μετά από ένα χρόνο δεν είχε γίνει τίποτα. Ανακάλυψε γρήγορα τι είχε γίνει η δωρεά του. Οι πέντε κύριοι είχαν μοιραστεί τα χρήματα και τα είχαν καταχραστεί. Και τώρα πάλι πήρε ο καθένας απ' τους πέντε το μερτικό του. Σε μια νύχτα τους αποκεφάλισε ο Γιαγκούλας και τους πέντε». «Είχε δίκιο!», επεμβαίνει η γριά. «Επειδή πάλι δε μπόρεσαν να τον πιάσουν, έπιασαν τη γυναίκα του και την πήγαν στην Κοζάνη στη φυλακή. Περίμενε τότε παιδί». «Ζει ακόμη το παιδί;».
«Ήταν αγόρι, αλλά μετά τη γέννηση του πέθανε. Λένε ότι το δηλητηρίασαν στο νοσοκομείο για να μη ζει ο κακός σπόρος του πατέρα του, με'σα απ' αυτόν. Ποιος ξέρει ποια είναι η αλήθεια».
«Η Ευαγγελία ζει ακόμη;».
«Πέθανε τον περασμένο χρόνο από καρκίνο. Μετά το θάνατο του Γιαγκούλα παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα».
«Ο Γιαγκούλας τότε δε θέλησε να απελευθερώσει τη γυναίκα του από τη φυλακή;».
«Πώς, βέβαια. Εμένα μετά από τη φυγή του στην Ήπειρο με είχαν φέρει πίσω και ζούσα στο Πολύραχο. Μια μέρα, αφού είχαν φέρει τη γυναίκα του στην Κοζάνη, με κάλεσε ο Γιαγκούλας στο Μεταξά. Εκεί με παρακάλεσε να πάω σε ένα γνωστό σπίτι το επόμενο βράδυ μαζί με έναν χωροφύλακα για να διαπραγματευτεί μαζί του. Έτσι πήγα κι εγώ μαζί με τον αρχηγό της αστυνομίας της Κοζάνης το επόμενο βράδυ. Εκεί φάγαμε και ήπιαμε όλοι μαζί και ο Γιαγκούλας μας έδωσε και χρήματα. Ο αδελφός μου είχε κουραστεί από τη ζωή του ληστή και ήθελε να σώσει τη γυναίκα του, έτσι, παρακάλεσε τον αστυνόμο να μιλήσει στον υπουργό για χάρη του για να του δινόταν χάρη. Υποσχέθηκε να πάει και είκοσι χρόνια φυλακή. Δυστυχώς όμως, δεν έγινε τίποτα, συνέχισαν να κυνηγάνε το Γιαγκούλα και το ποσό για το θάνατο του είχε ανεβεί στις 600.000 δραχμές.
Τώρα, του ήταν πλέον αδύνατο να μείνει σ' αυτή την περιοχή και κρυβόταν στον Όλυμπο μαζί με τους συντρόφους του Μπαμπάνη και Τσαμνίτα. Από εκεί συνέχισαν τις ληστείες τους».
«Πόσο έμεινε εκεί;».
«Έως το 1925. Μια μέρα είχε απαγάγει από δυο οικογένειες δύο αγοράκια και ζητούσε λύτρα από τους γονείς. Όμως αντί να δώσουν τα χρήματα οι πατεράδες έφεραν πενήντα χωροφύλακες.
Μετά από μια σύντομη μάχη κατόρθωσαν να τους εξουδετερώσουν και τους τρεις. Εκεί σε εκείνο ακριβώς το σημείο τους πήραν και τα κεφάλια. Στα Σέρβια ζούνε ακόμη ορισμένοι άνθρωποι που είχαν δει το κεφάλι του Γιαγκούλα. Το οποίο το είχαν τοποθετήσει επάνω σε ένα κοντάρι μπροστά στο κτίριο του δικαστηρίου για να φοβίσουν έτσι τον κόσμο».
«Πολλοί τον κλάψανε όταν πέθανε», λέει η γιαγιά.
«Έκανε τόσα καλά. Πόσα κορίτσια προίκισε για να μπορέσουν να παντρευτούν».
Ο Κώστας συμφώνησε με τη γυναίκα του.
«Ήταν καλός άνθρωπος. Εξάλλου έπαιρνε μόνο από εκεί που περίσσευαν».
Αυτός ήταν λοιπόν, ο Γιαγκούλας. Θα θέλαμε να ακούγαμε και άλλα, αλλά ο Κώστας έβαλε τέλος στη συζήτηση.
«Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να σας πω περισσότερα. Όχι, γιατί δε θέλω, αλλά γιατί δεν ξέρω. Ενώ είμαι ο αδελφός του δεν ξέρω ούτε ένα τέταρτο από τη ζωή του αδελφού μου. Πολλά μου διέφυγαν γιατί έλειπα και πολύ καιρό στην εξορία. Εάν θέλετε να μάθετε περισσότερα, τότε ρωτήστε το Ματάνα και το Μοίραρχο στα Σέρβια. Ήταν από τους καλύτερους του φίλους».
Σταθήκαμε και σφίξαμε το χέρι της γριάς γυναίκας και του Κωνσταντίνου Γιαγκούλα, ο οποίος μας συνόδεψε μέχρι το καφενείο για να πάρουμε τα άλογα μας και να ξεκινήσουμε για το γυρισμό. Τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε.
«Να μας επισκεφθείτε στην παράγκα μας!», του φωνάξαμε.
«Κρίμα, που δεν ζει πια!», αναστέναξε η Αγγελική.
«Σίγουρα θα τον είχαμε επισκεφθεί», απάντησα εγώ, «ξέρεις ότι προίκιζε τα φτωχά κορίτσια;». Και γελάσαμε.
(Πηγή : Ιστορίες γύρω απο τα Σέρβια της Judith Konig)

Τα κεφάλια του Γιαγκούλα και των συντρόφων του, 21/9/1925.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου